- ἀνηπύω
- ἀνηπύω,A sound,
αὐλοῦ ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98
.2 c. acc., sing aloud,ὑμέναιον A.R.4.1197
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὐλοῦ ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98
.ὑμέναιον A.R.4.1197
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνήπυον — ἀνήπῡον , ἀνηπύω sound imperf ind act 3rd pl ἀνήπῡον , ἀνηπύω sound imperf ind act 1st sg ἀνή̱πυον , ἀνηπύω sound imperf ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἀνή̱πυον , ἀνηπύω sound imperf ind act 1st sg (attic epic doric ionic) ἀνήπῡον ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπύω — ἠπύω, δωρ. και αρκ. τ. ἀπύω (Α) 1. προσκαλώ κάποιον, φωνάζω κάποιον («ὅθι ποιμένα ποιμήν ἠπύει», Ομ. Οδ.) 2. επικαλούμαι κάποιον («ἄπυεν Εὐτρίαιναν», Πίνδ.) 3. (για άνεμο) πνέω ηχηρά («οὔτ ἄνεμος τόσσον περὶ δρυσὶν ὑψικόμοισι ἠπύει», Ομ. Ιλ.) 4.… … Dictionary of Greek
ἀνηπύοντος — ἀνηπύ̱οντος , ἀνηπύω sound pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)